χασκογελάω

χασκογελάω
χασκογελάω (σπάν. χασκογελώ) βλ. πίν. 68 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χασκογελώ — και χασκογελάω Ν 1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο 2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. τής μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • χασκογελώ — και χασκογελάω χαχανίζω, γελώ με θόρυβο και με ανοιχτό το στόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”